- βάρδος
- ο бард;
βάρδος της ελευθερίας — певец свободы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βάρδος της ελευθερίας — певец свободы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που … Dictionary of Greek
βάρδος — ο (λ. ιταλ.), τραγουδιστής, ποιητής: Οι βάρδοι ήταν πρόσωπα αγαπητά στην Ευρώπη της αναγέννησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
ψάλτης — ο, θηλ. ψάλτρια, ΝΜΑ, τ. θηλ. και ψάλτρα Ν [ψάλλω] εκκλησιαστικό υπούργημα τού κατώτερου κλήρου τή Ορθόδοξης Εκκλησίας, απονεμόμενο σε ειδικά καταρτισμένους για την εκτέλεση τών εκκλησιαστικών ύμνων πιστούς, ιεροψάλτης νεοελλ. 1. ποιητής που… … Dictionary of Greek
Γκρέι, Τόμας — (Thomas Gray, 1716 – 1771). Άγγλος ποιητής. Φοίτησε στα πανεπιστήμια Ίτον και Κέιμπριτζ και συνδέθηκε φιλικά με τον Ρίτσαρντ Γουέστ και τον Ορέσιο Γουόλπολ, με τον οποίο επισκέφθηκε τη Γαλλία και την Ιταλία. Πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή στο… … Dictionary of Greek
Μόντι, Βιντσέντσο — (Vincenzo Monti, Αλφονσίνε, Ραβένα 1754 – Μιλάνο 1828). Ιταλός ποιητής. Η ευκολία με την οποία ο Μ. περνούσε από είδος σε είδος και από θέμα σε θέμα καθώς και η επιπολαιότητα με την οποία πρόσφερε στις εκάστοτε κυρίαρχες δυνάμεις της Ιταλίας τις… … Dictionary of Greek